χυμοσίνη

χυμοσίνη
και παλ. τ. χυμοζίνη, η, Ν
(βιοχ.) ένζυμο τής ομάδας τών πρωτεϊνασών που απαντά στο γαστρικό υγρό καθώς και σε πεπτικές εκκρίσεις ορισμένων εντομοφάγων φυτών και το οποίο καταλύει τη μετατροπή τού καζεϊνογόνου τού γάλακτος σε αδιάλυτη καζεΐνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chymosin < νεολατ. chymus (< χυμός) + κατάλ. -in τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρακαζεΐνη — η (βιοχ.) πρωτεΐνη που προέρχεται από την ενζυματική δράση τού ενζύμου χυμοσίνη στην καζεΐνη με καθίζηση ασβεστίου …   Dictionary of Greek

  • χυμοζίνη — η, Ν (βιοχ.) βλ. χυμοσίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”